ἀχράαντος

ἀχράαντος
ἀχράαντος
masc/fem nom sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • αχράαντος — ἀχράαντος, ον, (Α) βλ. άχραντος …   Dictionary of Greek

  • ἀχράαντα — ἀχράαντος neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • άχραντος — η, ο (AM ἄχραντος, ον, Α και ἀχράαντος, ον) άσπιλος, αμόλυντος α) «Άχραντε Θεοτόκε» β) «τα Άχραντα Μυστήρια» η Θεία Κοινωνία). [ΕΤΥΜΟΛ. < α στερ. + χραίνω «μιαίνω, μολύνω»] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”